- αρμάρι
- αρμάρι, το και ερμάρι, το(λ. λατιν.), ντουλάπι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρμάρι — το (Μ ἀρμάριον και ριν) 1. οπλοθήκη 2. ξύλινη κινητή θήκη, συρτάρι 3. ντουλάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. αρμάρι < μσν. αρμάριν < μσν. αρμάριον < λατ. armarium «οπλοθήκη, κιβωτός» (πρβλ. γαλλ. armoire < λατ. armarium, βλ. και λ. ερμάρι)] … Dictionary of Greek
αρμαράκι — το [αρμάρι] μικρό αρμάρι … Dictionary of Greek
ερμάρι — Κοινή ονομασία διαφόρων επίπλων. Πιο συγκεκριμένα, ονομάζονται έτσι κινητά ή εντοιχισμένα έπιπλα, που χρησιμεύουν στη φύλαξη τροφών, ρούχων ή άλλων σκευών του σπιτιού. Ανάλογα με τη χρήση τους, έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος. Σήμερα… … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
Πρόδρομος, Θεόδωρος — Λόγιος των χρόνων της βυζαντινής δυναστείας των Κομνηνών, πιθανός δημιουργός των προδρομικών (ή πτωχοπροδρομικών) ποιημάτων. Kέρδισε τη συμπάθεια των αυλικών κύκλων και του ίδιου του αυτοκράτορα –του Ιωάννη (1118 – 1143) και αργότερα του γιου του … Dictionary of Greek
almar — ALMÁR, almare, s.n. (reg.) Dulap în care se păstrează alimente, vase sau haine. – Din magh. almáriom. Trimis de ana zecheru, 06.01.2003. Sursa: DEX 98 almár s. n., pl. almáre Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic almár… … Dicționar Român